- νομάρχης
- Ανώτατος διοικητικός υπάλληλος που εκπροσωπεί την κυβέρνηση και είναι υπεύθυνος για την άσκηση και εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στη διοικητική του περιφέρεια, τον νομό. Υπάγεται υπηρεσιακά στο υπουργείο Εσωτερικών, όσον αφορά όμως τα θέματα της αρμοδιότητάς του υπάγεται σε όλα τα υπουργεία, των οποίων ασκεί αρμοδιότητες.
Η ιστορία του θεσμού είναι πολύ παλιά. Στην αρχαία Ρώμη με τον όρο ν. (praefectus) δηλώνονται διάφοροι αξιωματούχοι, επιφορτισμένοι με στρατιωτικές, διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες.
Ο θεσμός αυτός αποτέλεσε πρότυπο σε ορισμένες απόλυτες μοναρχίες όπου διαπλάστηκαν παραπλήσιοι θεσμοί, όπως του γενικού επιτρόπου ή του γενικού επιστάτη. Ο θεσμός των ν. με τη νεότερη έννοια του όρου είναι γαλλικός. Στην Ελλάδα, το δημοψήφισμα στις 5 Δεκεμβρίου 1845 διαίρεσε τη χώρα σε 10 νομούς και 49 επαρχίες. Η ανώτατη διοίκηση του νομού, καθώς και της επαρχίας στην οποία εδρεύει, δόθηκε στον ν. Στα νεότερα χρόνια, ν. διορίζεται πτυχιούχος ανωτάτης σχολής ή στρατιωτικών και αστυνομικών σχολών.
* * *ο (ΑΜ νομάρχης)νεοελλ.ανώτερο περιφερειακό όργανο με αρμοδιότητες γενικού περιεχομένου που τίς ασκεί στη διοικητική περιφέρεια τού νομούμσν.-αρχ.κυβερνήτης ευρείας διοικητικής περιφέρειας («ἅπαξ δὲ τοῡ ἐνιαυτοῡ ἑκάστου ὁ νομάρχης ἕκαστος ἐν τῷ ἑαυτοῡ νομῷ κιρνᾷ κρητῆρα οἴνου», Ηρόδ.)αρχ.1. ο διοικητής αιγυπτιακού νομού2. οικονομικός προϊστάμενος περιοχής3. διοικητικός υπάλληλος τής Αντινοοπόλεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός + -άρχης*].
Dictionary of Greek. 2013.